Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ

Μ ι κ ρ ό ς ε π ι τ ά φ ι ο ς
γ ι α τ ο Γι ώ ρ γ ο Γ ε ν ν η μ α τ ά


Το χάος ήταν ασπρόμαυρο κι Εσύ έφιππος.
Και το πλήθος είπε: Ας γίνει φως.
Φωτιά η θάλασσα, φωτιά τα ποτάμια.
Οι πηγές και οι βρύσες φωτιά.
Και τ΄ άστρα χρυσά πάνω στο ακίνητο σώμα.
Δάσος από φύλλα πεσμένα. Φλουριά.
Και τα δέντρα γυμνά και το κορμί άδειο.
Ένα λουλούδι μοναχό στο κέντρο της γης.
Τόσα πρόσωπα, χρυσά μετάλλια.
Αρχαία και νέα μεταλλικά νομίσματα.
Μεταλλικά φεγγάρια, μεταλλικές σιωπές.
Το νερό μόνο τρέχει σαν τότε.
Στο γάμο, στη γέννηση, στον όρκο.
Η μία γροθιά πάνω στην άλλη.
Αμέτρητα χέρια.
Από βουνό σε βουνό, του ΄Αδη και τ΄ Ουρανού.
Αμετανόητα, αδάκρυτα.
Το ερώτημα Ναι. Η απάντηση Ναι.
Το χάος Ναι, το άπειρο Ναι.
Κόμπος η λέξη, κόμπος η αιωνιότητα.
Πρόσωπο με πρόσωπο πάνω στο άσπρο σεντόνι.
Φυλές και Φύλα, Θρησκείες και Εθνικότητες.
Πιστό αντίγραφο του ενός και των όλων.
Οδοιπορία στην έρημο. Μακρινή.
Πόλεις χτισμένες η μία μέσα στην άλλη.
Το Καράβι έρχεται και φεύγει.
Φωτογραφίες και θαύματα.
Κομμένα μαλλιά πάνω στο φέρετρο το σεπτό.
Ζωή, φουσκωμένη κοιλιά, ξαπλωμένη άτσαλα.
Με τη σφαίρα μέσα στο κεφάλι.
Η τελετή του θανάτου κομμένο τριαντάφυλλο.
Με το τσιγάρο στο χέρι και το άλμα του ακροβάτη.
Στο σκοινί, στο κενό, στο ίδιο χώμα.
Πριν από Σένα η φωνή.
Μετά από Σένα η φωνή.
Πάνω από Σένα, γύρω σου, η φωνή του απείρου.
Η άκρα σιωπή.
΄Εχτισε ένα σπίτι μεγάλο, με άφθαρτη πέτρα.
΄Εβαλε σημάδι τα έγκατα της γης, το αχανές του κενού.
Το χώμα ήταν η αθάνατη αγκαλιά της αγαπημένης γυναίκας.
Η θυγατέρα που επανέρχεται, η μητέρα που ευλογεί.
Ο μόχθος που ξοδεύεται για να μη λιμνάσουν τα πάνω νερά.
Ο χορός κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν.
Λιγοστεύει τα χρώματα και τα λόγια.
Αναποδογυρίζει τα όνειρα και σηκώνει τα χέρια ψηλά παρακαλώντας
<<Καθώς οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι να πιούν, και σηκώνονται
πάλι για να παίξουν>>.
Ζητούσαν να μάθουν, υπό τον όρο να μείνουν ελεύθεροι κοιτάζοντας
το διάστημα.
Γιατί το γνώριζαν ήδη πως δεν υπήρχε τέλος και αρχή, δεν υπήρχαν
αληθινά σύνορα στη ζωή και στο θάνατο.
Κι όλα τα πρόσωπα ήταν ίδια και μαζί διαφορετικά, καθώς πετούσαν
ή έτρεχαν ή κάθονταν σ΄ ένα βουνό ή σ΄ ένα μικρό παγκάκι μπροστά στη
θάλασσα, με το κεφάλι σκυφτό, να περιμένουν ίσως ένα τρένο ή ένα
καράβι, ένα όνειρο ή ένα χέρι να τους αγγίξει.
Τίποτα δεν ήταν πιο πραγματικό από το φόβο της ανυπαρξίας που
γεννούσε η μοναξιά του μαύρου χιτώνα και του λευκού πέπλου που
προσπάθησε ματαίως να καταργήσει ο στρατιωτικός μανδύας.

Μόνο η αγάπη, που είναι η δική σου προσωπική πίστη, τα λέει όλα.
Κι ας είναι το τίποτα, όπως όλα.

Ρούλα Κακλαμανάκη, 25-26 Απριλίου 1994


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου